-
1 περιεχόμενο(ν)
-
2 περιεχόμενο(ν)
-
3 περιεχόμενο
[пэриэхомэно] οοσ. о. содержимое, содержаниеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιεχόμενο
-
4 περιεχόμενο
[пэриэхомэно] ουσ о. содержимое, содержание. (книги, письма и т. п.). -
5 περιεχόμενο
cодржинаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > περιεχόμενο
-
6 περιεχόμενο
içerik, muhteva, esas, öz -
7 içerik
περιεχόμενο, πλαίσιο -
8 kapsam
περιεχόμενο, περιεκτικότητα -
9 mazmun
περιεχόμενο, έννοια -
10 содержание
-я ουδ.1. συντήρηση•содержание семьи συντήρηση της οικογένειας.
2. διατήρηση, κατοχή•содержание трактиры διατήρηση καπηλειού..
διαφύλαξη•надзор за -ем памятников επίβλεψη για τη διατήρηση των μνημείων.
3. μισθός, αποδοχές: годовое содержание οι ετήσιες αποδοχές•отпуск без -я άδεια χωρίς αποδοχές.
|| χορήγηση χρημάτων•ремонтное содержание χορήγηση χρημάτων για επισκευή.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.) περιεχόμενο•содержание чемодана το περιεχόμενο της βαλίτσας•
без никакого -я χωρίς κανένα περιεχόμενο•
содержание книги το περιεχόμενο του βιβλίου•
содержание разговора το περιεχόμενο της συνομιλίας..
ύπαρξη•содержание сахара в свекле ύπαρξη ζάχαρης στο τεύτλο.
-
11 идейный
идейный ιδεολογικός —ое содержание το ιδεολογικό περιεχόμενο* * *иде́йное содержа́ние — το ιδεολογικό περιεχόμενο
-
12 содержание
-
13 малосодержательный
малосодержательныйприл κενός, ρηχός:\малосодержательныйая книга βιβλίο μέ ρηχό περιεχόμενο, βιβλίο χωρίς σοβαρό περιεχόμενο. -
14 содержание
содержани||ес1. (содержимое чего-л., сущи́ость) τό περιεχόμενο[ν]:руда с богатым \содержаниеем железа μετάλλευμα πλούσιο σέ σίδηρο· краткое \содержание статьи ἡ περίληψη τοῦ ἄρθρου· \содержание кни́ги τό περιεχόμενον τοῦ βιβλίου· \содержание лекции τό θέμα τής διαλεξεως· форма и \содержание ἡ μορφή καί τό περιεχόμενο·2. (средства существования) ἡ συντήρηση [-ις], ἡ διατήρηση [-ις]:расходы на \содержание семьи τά ἔξοδα γιά τήν συντήρησην τής οίκογένειας·3. (заработная плата) ὁ μισθός, οἱ ἀποδοχές:денежное \содержание воен. ὁ μισθός στρατιώτη· отпуск без сохранения \содержаниея ἀδεια χωρίς ἀποδοχές·4. (оглавление) τά περιεχόμενα, ὁ πίνα-κας [-αξ] τών περιεχομένων ◊ \содержание под арестом ἡ κράτηση· быть на \содержаниеи μέ συντηρεί κάποιος. -
15 содержимое
содержимоес τό περιεχόμενο[ν]:\содержимое бочкн τό περιεχόμενο τοῦ βαρελιού. -
16 праздность
-и θ.οκνηρία, φυγοπονία, α-καματιά, τεμπελιά• ραθυμία. || μη ύπαρξη περιεχομένου•праздность жизни ζωή χωρίς περιεχόμενο•
праздность разговора κουβέντα χωρίς περιεχόμενο.
-
17 пустой
επ., βρ: пуст, -а, -о.1. άδειος, κενός• κούφιος•-ая бочка άδειο βαρέλι•
-ая коробка άδειο κουτάκι•
пустой чемодан άδεια βαλίτσα.
|| ακατοίκητος•пустой дом ακατοίκητο σπίτι.
|| ελεύθερος•у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.
|| ακαρύκευτος, ανάρτυτος•-ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).
2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•-ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.
|| ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.εκφρ.- ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•- ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο. -
18 содержательность
-и θ.πλούσιο περιεχόμενο•содержательность статьи το πλούσιο περιεχόμενο του άρθρου.
-
19 содержимое
-ого ουδ.το περιχυμένο•чемодана το περιεχόμενο της βαλίτσας•
вылить всё содержимое χύνω όλο το περιεχόμενο.
-
20 влагосодержание
η περιεκτικότητα (της) υγρασίαςτο περιεχόμενο σε υγρασίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > влагосодержание
См. также в других словарях:
περιεχόμενο — το αυτό που είναι μέσα σε κάτι, αυτό που περικλείνεται μέσα σε κλειστό χώρο ή πράγμα: Άδειασε όλο το περιεχόμενο του βαρελιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιεχόμενο — το / περιεχόμενον ΝΜΑ βλ. περιέχω … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη … Dictionary of Greek
όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… … Dictionary of Greek